φωτοπολυμερές

φωτοπολυμερές
το, Ν
(χημ. τεχνολ.) μακρομοριακή ένωση η οποία υφίσταται μεταβολές στη μάζα της κατά την έκθεσή της στο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photopolymer].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”